ταλανισμός

ταλανισμός
ο оплакивание чьей-л. участи

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ταλανισμός" в других словарях:

  • ταλανισμός — call masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλανισμός — ο, ΝΑ, και τανταλισμός Α [ταλανίζω] 1. οικτιρμός 2. ταλαιπωρία, δυστυχία αρχ. 1. αθλιότητα 2. θρήνος, οδυρμός («συμβουλίαις μὲν οὐκ ἐχρήσατο... ταλανισμῷ δὲ μόνον», Ιωάνν. Χρυσ.) …   Dictionary of Greek

  • ταλανισμοῦ — ταλανισμός call masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλανισμούς — ταλανισμός call masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλανισμῶν — ταλανισμός call masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλανισμῷ — ταλανισμός call masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλανισμόν — ταλανισμός call masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τανταλισμός — ὁ, Α βλ. ταλανισμός …   Dictionary of Greek

  • ταλάνισμα — το, ατος και ταλανισμός, ο 1. ελεεινολόγηση, κακοτύχισμα. 2. ταλαιπωρία, βασάνισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»